- χαβιάρι
- Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη στον φωσφόρο και στις πρωτεΐνες, από τις οποίες είναι πλούσιο, το χ. έχει μεγάλη θρεπτική αξία. Η πλέον περιζήτητη ποιότητα προέρχεται από οξύρρυγχους μικρών ειδών (οξύρρυγχος ο ρουθηνικός και οξύρρυγχος ο αστεροειδής). Τα αβγά, 2-4 χιλιοστά διαμέτρου και χρώματος καστανοπράσινου βρίσκονται στην ωοθήκη των ψαριών: κάθε θηλυκό διαθέτει περίπου 3 εκατ. Πριν διατεθούν στο εμπόριο, καθαρίζονται και αλατίζονται. Κυριότερο κέντρο παραγωγής είναι το Αστραχάν, στον Βόλγα, αλλά χ. συλλέγεται επίσης στην Ελλάδα, στη Ρουμανία, στη Γερμανία, στη Βόρεια Αμερική και στην Ιταλία. Όμοια προϊόντα είναι το κόκκινο χ. που αποτελείται από αβγά σολομιδών και κυπρινιδών και το αβγοτάραχο, που προέρχεται από τα αβγά μερικών κεφάλων και το οποίο παρασκευάζεται σε διάφορες παράκτιες τοποθεσίες της Μεσογείου μεταξύ των οποίων και το Μεσολόγγι.
Πωλητής στην αγορά του Χάρμπιν στην Κίνα, πουλάει χαβιάρι (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το, Ν1. έδεσμα από παστωμένα αβγά διαφόρων ψαριών, ιδίως τού οξυρρύγχου2. φρ. α) «μαύρο χαβιάρι» — ακριβό ορεκτικό από αβγά οξυρρύγχουβ) «τόν πουλάω για πράσινο χαβιάρι»μτφ. τόν εξαπατώγ) «κοστίζει μαύρο χαβιάρι» — είναι πολύ ακριβό3. παροιμ. «κουμπάρε, φάε ελιές — καλό και το χαβιάρι» — λέγεται για άτομο που από αναίδεια και έλλειψη αγωγής διαλέγει για τον εαυτό του, από κάτι που προορίζεται για πολλούς, μόνον ό,τι καλύτερο υπάρχει.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. havyar].
Dictionary of Greek. 2013.